παχύδερμα

παχύδερμα
παχύδερμος
thick-skinned
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παχύδερμα — Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ορισμένα οπληφόρα ζώα, μη μηρυκαστικά, που έχουν δέρμα παχύ, στο οποίο οφείλουν και το όνομα. Η τάξη των π., την οποία είχε συστήσει ο Ζορζ Κυβιέ, δεν διατηρήθηκε στη σύγχρονη συστηματική,… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίδες — (elephantidae). Οικογένεια ζώων της τάξης των προβοσκιδοειδών. Είναι ογκώδη και παχύδερμα ζώα, με μεγάλη και ευκίνητη προβοσκίδα. Στο επάνω σαγόνι τους φυτρώνουν δύο χαυλιόδοντες, οι οποίοι θεωρούνται το δεύτερο ζευγάρι των τομέων του σαγονιού… …   Dictionary of Greek

  • παχύδερμος — η, ο / παχύδερμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει παχύ δέρμα, χονδρόπετσος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν έχει ευαισθησίες και λεπτότητα στους τρόπους, χοντροκομμένος, αναίσθητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παχύδερμα ζωολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένα …   Dictionary of Greek

  • βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… …   Dictionary of Greek

  • Κελέβη ή Σουλαουέσι — (Celebes ή Sulawesi). Νησί (191.671 τ. χλμ., 14.946.488 κάτ. το 2000) της ανατολικής Ινδονησίας, ένα από τα μεγαλύτερα του Μαλαϊκού αρχιπελάγους. Βρίσκεται Α της Βόρνεο (από την οποία χωρίζεται με το στενό Μακάσαρ) και Δ των Μολούκων. Πρωτεύουσά… …   Dictionary of Greek

  • μαχαιρόδους — (Machairodus). Γένος θηλαστικών που έχουν εκλείψει, της οικογένειας των αιλουροειδών. Λείψανά τους έχουν βρεθεί σε μειοκαινικές και πλειοκαινικές αποθέσεις (πριν από 15 2 εκατ. χρόνια). Ήταν σαρκοφάγα, σε μέγεθος λιονταριού, τα οποία έφεραν στην… …   Dictionary of Greek

  • χαυλιόδοντες — Δόντια ζώων μακριά, ισχυρά και συχνά κυρτά, που αποτελούνται από οδοντίνη ή ελεφαντίνη και χρησιμεύουν ως όπλα ή για ιδιαίτερές τους ανάγκες. Γνωστοί και χαρακτηριστικοί είναι οι χ. των ελεφάντων, οι οποίοι αποτελούνται από τους δύο επάνω… …   Dictionary of Greek

  • παχύδερμος — η, ο 1. αυτός που έχει χοντρό δέρμα, χοντρόπετσος. 2. μτφ., αναίσθητος, αδιάφορος, άπονος, αφιλότιμος. 3. ως ουσ., παχύδερμα, τα κατηγορία θηλαστικών με εξαιρετικά χοντρό δέρμα (ελέφαντας, ρινόκερος κ.ά.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”